- επικλίνω
- (αόρ. επέκλινα) уст. 1. μετ. наклонять, нагибать;2. αμετ. опираться, прислоняться, облокачиваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… … Dictionary of Greek
ἐπικλίνω — ἐπικλί̱νω , ἐπικλίνω put to aor subj act 1st sg ἐπικλί̱νω , ἐπικλίνω put to pres subj act 1st sg ἐπικλί̱νω , ἐπικλίνω put to pres ind act 1st sg ἐπικλί̱νω , ἐπικλίνω put to aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκλίνθην — ἐπικλίνω put to aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπικλίνω put to aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκλιμέναι — ἐπικλίνω put to perf part mp fem nom/voc pl ἐπικεκλιμένᾱͅ , ἐπικλίνω put to perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκλιμένον — ἐπικλίνω put to perf part mp masc acc sg ἐπικλίνω put to perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκλιμένων — ἐπικλίνω put to perf part mp fem gen pl ἐπικλίνω put to perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλινθέντα — ἐπικλίνω put to aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικλίνω put to aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλῖνον — ἐπικλίνω put to pres part act masc voc sg ἐπικλίνω put to pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκέκλιτο — ἐπικλίνω put to plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκλιμένη — ἐπικλίνω put to perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκλιμένοι — ἐπικλίνω put to perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)